λιχμῶ — λιχμάω play with the tongue pres imperat mp 2nd sg λιχμάω play with the tongue pres subj act 1st sg (attic epic ionic) λιχμάω play with the tongue pres ind act 1st sg (attic epic ionic) λιχμάω play with the tongue pres subj act 1st sg (attic epic … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιχμάζω — (Α) 1. (για φίδια) περιστρέφω τη γλώσσα 2. γλείφω, λιχμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λιχμῶ, κατά τα ρ. σε άζω] … Dictionary of Greek
λιχμαίνω — (Α) γλείφω, λιχμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λιχμῶ, κατά τα ρ. σε αίνω] … Dictionary of Greek
επιλιχμώ — ἐπιλιχμῶ, άω (Α) 1. επιλείχω* 2. μέσ. κατατρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχμώ «γλείφω», πιθ. μετονοματικό παράγωγο κάποιου μη μαρτυρούμενου τ. (Ίσως *λίχ μος < λείχ ω). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ τού θ. λειχ ] … Dictionary of Greek
λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ … Dictionary of Greek
λικμάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περιλείχειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών λιχμάζω, λιχμώ*, παράλληλων τ. τού λείχω] … Dictionary of Greek
λιχμάς — λιχμάς, άδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θρῑναξ, καὶ ἁπαλὴ πόα καὶ χαμαιπετής, ἣν τὰ ἑρπετὰ ἐπιλείχουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + κατάλ. άς] … Dictionary of Greek
λιχμήμων — λιχμήμων, λίχμημον (Α) (για ποντικό) αυτός που γλείφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + κατάλ. ήμων (πρβλ. ζηλ ήμων, θελ ήμων)] … Dictionary of Greek
λιχμήρης — λιχμήρης, ῆρες (Α) (για φίδι) αυτό που κινεί τη γλώσσα του σαν να γλείφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + ήρης(< ἀραρίσκω «κρεμώ» (πρβλ. ποδ ήρης, τοξ ήρης)] … Dictionary of Greek
λιχνώμαι — λιχνῶμαι, άομαι (Α) βλ. λιχμώ … Dictionary of Greek