λιχμώ

λιχμώ
λιχμῶ, -άω, μέσ. λιχμῶμαι και λιχνῶμαι (Α)
1. (για φίδι) παίζω με τη γλώσσα (α. «γλώσσῃσι δυοφερῇσι λελιχμότες», Ησίοδ.
β. «ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν» — εκατό κόλακες έπαιζαν τριγύρω σαν τα φίδια, Αριστοφ.)
2. γλείφω κάτι (α. «καταστίκτους δορὰς ὄφεσι κατεζώσαντο λιχμῶσιν γένυν», Ευρ.
β. «λιχμώμενος ἔρσην, Νίκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λιχ- (μηδενισμένη βαθμίδα τής ρίζας λειχ- τού λείχω)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λιχμῶ — λιχμάω play with the tongue pres imperat mp 2nd sg λιχμάω play with the tongue pres subj act 1st sg (attic epic ionic) λιχμάω play with the tongue pres ind act 1st sg (attic epic ionic) λιχμάω play with the tongue pres subj act 1st sg (attic epic …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιχμάζω — (Α) 1. (για φίδια) περιστρέφω τη γλώσσα 2. γλείφω, λιχμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λιχμῶ, κατά τα ρ. σε άζω] …   Dictionary of Greek

  • λιχμαίνω — (Α) γλείφω, λιχμώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λιχμῶ, κατά τα ρ. σε αίνω] …   Dictionary of Greek

  • επιλιχμώ — ἐπιλιχμῶ, άω (Α) 1. επιλείχω* 2. μέσ. κατατρώγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λιχμώ «γλείφω», πιθ. μετονοματικό παράγωγο κάποιου μη μαρτυρούμενου τ. (Ίσως *λίχ μος < λείχ ω). Εμφανίζει τη μηδενισμένη βαθμίδα λιχ τού θ. λειχ ] …   Dictionary of Greek

  • λείχω — (Α) γλείφω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. λείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *leiĝh «γλείφω», στην οποία ανάγονται και άλλες ΙΕ λέξεις με ανάλογη σημ. αλλά με διαφορετικό σχηματισμό (πρβλ. λατ. lingo, αρχ. ινδ. lihati, αρμεν. lizum, lizem, lizanem, γοτθ. bilaigon, ιρλδ …   Dictionary of Greek

  • λικμάζειν — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «περιλείχειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τών λιχμάζω, λιχμώ*, παράλληλων τ. τού λείχω] …   Dictionary of Greek

  • λιχμάς — λιχμάς, άδος, ἡ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «θρῑναξ, καὶ ἁπαλὴ πόα καὶ χαμαιπετής, ἣν τὰ ἑρπετὰ ἐπιλείχουσι». [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + κατάλ. άς] …   Dictionary of Greek

  • λιχμήμων — λιχμήμων, λίχμημον (Α) (για ποντικό) αυτός που γλείφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + κατάλ. ήμων (πρβλ. ζηλ ήμων, θελ ήμων)] …   Dictionary of Greek

  • λιχμήρης — λιχμήρης, ῆρες (Α) (για φίδι) αυτό που κινεί τη γλώσσα του σαν να γλείφει. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιχμῶ + ήρης(< ἀραρίσκω «κρεμώ» (πρβλ. ποδ ήρης, τοξ ήρης)] …   Dictionary of Greek

  • λιχνώμαι — λιχνῶμαι, άομαι (Α) βλ. λιχμώ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”